- υαλόφρακτος
- ος , ον застеклённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υαλόφρακτος — και υαλόφραχτος, η, ο, Ν 1. (για χώρο) αυτός που περικλείεται από υαλοπίνακες 2. το ουδ. ως ουσ. το υαλόφρακτο το τζαμωτό, η τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φρακτός (< φράζω), πρβλ. σιδερό φρακτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek